- επιδρομικός
- -ή, -όπου ανήκει ή αναφέρεται στην επιδρομή ή τον επιδρομέα, που εκτελεί επιδρομή: Επιδρομικό απόσπασμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
επιδρομικός — ἐπιδρομικός, ή, όν (Α) [επιδρομή] αυτός που γίνεται επιδρομάδην, βιαστικός, εσπευσμένος … Dictionary of Greek
ἐπιδρομικώτερον — ἐπιδρομικός hasty adverbial comp ἐπιδρομικός hasty masc acc comp sg ἐπιδρομικός hasty neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)